- ἐπεθύμησα
- ἐπεθύ̱μησα , ἐπιθυμέωset one's heart uponaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθυμώ — ἀναθυμῶ ( έω) (Μ) βλ. αναθυμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνεθύμισα, αόρ. τού ρ. ἀναθυμίζω, που συνέπιπτε με τον αόρ. ησα ρημάτων σε ῶ (πρβλ. ἐπεθύμησα ἐπιθυμῶ)] … Dictionary of Greek